Τρίτη 29 Ιουνίου 2021



ΑΝΟΙΧΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, Τεύχος 1 – ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1971

 

Ένα ανυπόγραφο άρθρο: 

 

“ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΘΕΑΤΡΟ” 

 

Υπάρχει ακόμη σε μερικούς, ή και σε πολλούς, η ψευδαίστηση πως το ελεύθερο εμπορικό θέατρο, μπορεί να φέρει μια ανανέωση στη θεατρική μας ζωή, να αλλάξει πορεία, να ζητήσει νέο αίμα και να προσαρμοστεί στη νέα θεατρική πραγματικότητα ή επιτέλους σε μια νεάζουσα πραγματικότητα. 

 

Η παρακάτω ανάλυση, που δείχνει τη δομή και τη λειτουργία του εμπορικού θεάτρου, καταργεί σαν χάρτινους πύργους τέτοιες ελπίδες και προσμονές. Το ελεύθερο έμπορικό θέατρο το δρόμο του τον έχει βρεΙ και τον έχει μονιμοποιήσει: είναι μια στυγνή εμπορική επιχείρηση που μόνο στόχο της έχει να γεμίσει το ταμείο. Όλα από ‘κεί ξεκινάνε κι εκεί καταλήγουνε κι όπως θα δούμε είναι αδύνατο να γίνει διαφορετικά. Ακόμα κι εκείνοι που εμπνέονται από θεατρικό ζήλο και τόλμη, γρήγορα σκύβουν το κεφάλι στην αδυσώπητη πραγματικότητα του ταμείου. 

 

Εν αρχή είναι ο αιθουσάρχης. Έχει στα χέρια του μία ή δύο ή τρεις αίθουσες που είτε είναι ιδιοκτησία του, είτε τις κλείνει με μακροχρόνια συμβόλαια πληρώνοντας σ’ έναν τρίτο (ιδιοκτήτη πολυκατοικίας ή οικοπεδούχο) κάποιο ποσό. Σπάνια ένας αιθουσάρχης κάνει θεατρικές επιχειρήσεις, παρουσιάζει δηλαδή στο θέατρο ή στα θέατρα που εκμεταλεύεται, θεάματα αναλαμβάνοντας τα έξοδα και τα έσοδά τους. Προτιμάει το ρόλο του μεταπωλητή. Έχει στα χέρια του ένα εμπόρευμα (αίθουσα), που το αγοράζει ένα Α ποσό και το πουλάει σε τιμή Α συν Β. Πάντα το Β είναι πολύ μεγαλύτερο από το Α. 

 

Ποιές είναι οι τιμές των αιθουσών σήμερα; Η πιο φτηνή είναι των 350.000 δραχμών τη σαιζόν και η πιο ακριβή φτάνει, ή και ξεπερνάει, τα 2.000.000 δραχμές τη σαιζόν. Οι υπόλοιπες αίθουσες κυμαίνονται από 500.000 έως 900.000. Στην τιμή ενός θεατpικού χώρου παίζουν καθοριστικό ρόλο η χωρητικότητα θεατών, η θέση και αυτό που λένε στους επιχειρηματικούς κύκλους, αν είναι ή δεν είναι "καλή πόρτα". Έτσι ένα θέατρο με 300 θέσεις είναι πιο φτηνό από κάποιο άλλο με 500, μια αίθοuσα που βρίσκεται στο Σύνταγμα κοστίζει περισσότερο, ανεξάρτητα από τον αριθμό θέσεων, από μια που βρίσκεται στην Πατησίων και τέλος ρίχνουν τις τιμές τους τα θέατρα που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν τράβηξαν πολλούς θεατές· (γιατί αληθεύει πως το κοινό πηγαίνει πιο εύκολα σε θέατρα του Συντάγματος, της Πανεπιστημίου, της Ιπποκράτους, ανεξάρτητα από τα έργα που παίζουν, παρά σε άλλα πιο απομακρυσμένα από το κέντρο. Το είπαμε κι αλλού: ο μικροαστός είναι τέρας με πολλά κεφάλια. 

 

Ο δεύτερος πρωταγωνιστής του δράματος είναι ο θεατρικός επιχειρηματίας που συνήθως ακούει στ' όνομα γνωστού ηθοποιού ή σκηνοθέτη του θεάτρου μας. Η συμφωνία με τον αιθουσάρχη γίνεται σε δύο επίπεδα. Μπαίνει ένα ποσό ασφαλείας (μίνιμουμ γκαραντύ) που συνήθως είναι μία από τις τιμές που αναφέραμε (500.000, 900.000 δρχ.) το οποίο πρέπει να καταβληθεί είτε επιτύχει είτε όχι το έργο ή τα έργα που θ’ ανεβάσει ο επιχειρηματίας. Το δεύτερο επίπεδο είναι το ποσοστό. Εκτός από το μίνιμουμ γκαραντύ ορίζεται ένα ποσοστό επί των ακαθαρίστων εισπράξεων το οποίο, σε περίπτωση επιτυχίας, υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό ασφαλείας. 

 

Και τώρα ας δούμε τον επιχειρηματία στην αγωνία και την μοvαξιά του. Έχει υπογράψει ένα συμβόλαιο κι έχει στη διάθεσή του μια αίθουσα που τον απειλεί με εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές. Πάντα η μοναξιά του συνοδεύεται από το μολύβι και το χαρτί. Περισσότερους λογαριασμούς κάνει ένας επιχειρηματίας παρά θέατρο. Θα πάρουμε την καλύτερη περίπτωση, έναν άνθρωπο που θέλει να υπηρετήσει αυτό που συχνά ακούμε (και σπάνια καταλαβαίνουμε) «θέατρο ποιότητος» και που συνήθως περιλαμβάνει έργα του Ίψεν, του Τσέχωφ, του Στρίντμπεργκ, σπάνια του Σαίξπηρ (κοστίζει, θεέ μου πόσο κοστίζει το ανέβασμα ενός έργου του Σαίξπηρ) κι ακόμη σπανιότερα σύγχρονων δραματουργών. 

 

Ένας επιχειpηματίας (είπαμε πως είναι συνήθως γνωστός ηθοποιός ή σκηνοθέτης), έχει αδυναμίες. Ο ένας ονειρεύεται να παίξει κάποιο ρόλο, ο άλλος να σκηνοθετήσει ένα έργο. (Ένα γνωστό όνομα του θεάτρου μας θέλησε να συνδυάσει και τα δύο κι όταν απότυχε παταγωδώς και το έργo κατέβηκε γρήγορα, άρχισε να βρίζει το κοινό που δε σέβεται καλλιτεχνικές προσπάθειες και σαν απάντηση ανέβασε μια αστυνομική σούπα που η μόνη της αξία είναι ότι παίζεται επί 18 χρόνια συνεχώς στο Λονδίνο). 

 

Βάζει λοιπόν ο επιχειρηματίας κάτω την επιθυμία του και μετράει. Πρώτα είναι η διανομή. Πρέπει να στελεχωθεί ο θίασος από άξιους ήθοποιούς, γιατί το «θέατρο ποιότητος» δεν ανεβαίνει όπως-όπως. Όμως οι «ηθοποιοί ποιότητος»κοστίζουν - υπάρχουν κασσέ (έτσι λένε στο θέατρο την οικονομική τιμή του κάθε ήθοποιού)που πάνω τους στηρίζονται χρόνων κόποι. Προσθέτει λοιπόν ο ήρωάς μας το κοντύλι των μισθών πλάι στην τιμή της αίθουσας. Μα δεν τελειώσαμε, τώρα αρχίζουμε. Είναι ο σκηνογράφος, το σκηνικό (ξυλεία, μαραγκοί, κάμποτο, μπογιές), είναι ο ενδυματολόγος, τα κουστούμια, ο μουσικός, το στούντιο ηχογράφησης, είναι ο άνθρωπος που χειρίζεται το μαγνητόφωνο, οι ηλεκτρολόγοι, οι προβαλείς, οι λάμπες, είναι το ηλεκτρικό, το τηλέφωνο, το νερό, είναι η ταμίας, οι καθαρίστριες, είναι η διαφήμιση και τα διάφορα ταμεία των ηθοποιών (συντάξεως κλπ.). Σίγουρα θα ξεχάσαμε και μερικά άλλα. 

 

Προσθέτει λοιπόν και βγάζει το σύνολο. Διαιρεί ύστερα με τις μέρες τοu μήνα κι έχει μπροστά του το δράκο. Σπάνια αυτός ό δράκος είναι πιο κάτω από 7-8.000 δραχμές και όχι σπάνια πάνω από 20.000 δραχ. ΗΜΕΡΗΣΙΩΣ. Έμείς ας πάροuμε το μέσο όρο. Για να βγάλει μόνο τα έξοδά του πρέπει να εισπράττει την ημέρα, ας πούμε 10.000 δραχμές, πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να μπαίνουν στο θέατρο 250-300 θεατές.Όχι και πολύ εύκολα πράγματα δηλαδή. Και τότε έντρομος αvακαλύπτει πως ο Ίψεν, ο Τσέχωφ, ο Στρίντμπεργκ έχουν γίνει αντιεμπορικοί τα τελευταία χρόνια (αυτό ως ένα βαθμό είν' αλήθεια)και σαν σοφός επιχειρηματίας (όχι άvθρωπος του θεάτρου)αλλάζει σχέδια. 

 

Είναι προτιμότερο να διαλέξει ένα έργο που θάχει πιο σίγουρη επιτυχία. Αλλά αφού αποκλείστηκε το «θέατρο ποιότητος», τι απομένει; Βουλεβάρτο, κάποιες ισπανικές χήρες, καμμιά αμερικάνικη κωμωδία, ένας Σώμερσετ Μώμ, κάποιος βρυκόλακας του PIECE ΒΙΕΝ FΕΤΕ (καλοφτιαγμένο έργο). 

 

Μα ας δώσουμε στον επιχειρηματία μας το θάρρος να προχωρήσει στην πραγμάτωση της επιθυμίας του. Ανεβάζει το έργο που θέλει. Ξέρετε ποιό είναι το αποτέλεσμα; Ας μιλήσουμε με ονόματα. Ο Μινωτής κι η Παξινού μόλις που κατορθώνουν να επιζήσουν εμμένοντας σ' ένα ρεπερτόριο ποιότητας· ο Σολομός σαν πρόσφυγας τριγυρίζει από θέατρο σε θέατρο με το «Προσκήνιό»του·από τα σχέδιά του κάποια πραγματώνονται, άλλα όχι, πότε επιζεί, πότε όχι.Αγωνία, και φέτος το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο του Στέφανου Ληναίου που έκλεισε τη σαιζόν με έλειμμα πάνω από 100.000 δραχμές. Οι υπόλοιποι έχουν βρεί τη συνταγή: λίγο κλάμμα, συν λίγο γέλιο (ή πολύ), συν λίγη κοινωνική αδικία (κακοί πλούσιοι καταπιέζουν καλούς φτωχούς), ίσον γεμάτο το ταμείο κι όχι πάντα. 

 

Δεν υπάρχει λοιπόν λύση; Έτσι όπως είναι οργαvωμένο το εμπορικό θέατρο όχι, καμμιά. Εμπορικό θέατρο σημαίνει όλ' αυτά που σας αvαφέραμε πιο πάνω. Είναι σαν το σκορπιό που στρέφει το κεντρί του στον ίδιο τον εαυτό του. Καταδικάζεται από την ίδια τη λειτουργία του. Στο τέλος-τέλος είναι μια επιχείρηση που στόχο της έχει το ταμείο. Αυτό και τίποτ' άλλο. Μην κοιτάτε που αυτός ο στόχος καλύπτεται από το θάμπος της καλλιτεχνικής ζωής και από βαρύγδουπες δηλώσεις. 

 

Το θέατρο όμως; Τη λύση, για άλλη μια φορά, θα τη βρούμε στο Θέατρο Τέχνης. Ο Κουν συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα από παιδιά τότε, τα έκαvε ηθοποιούς, έμειναv κοντά του· χαμηλοί μισθοί, πολλή πίστη κι όλοι μαζί με το δάσκαλο, έχουν την τιμή ότι κάνουν θέατρο, χρόνια τώρα κάνουν συνέχεια θέατρο, χωρίς καμμιά υποχώρηση. 

 

Κακά είναι τα ψέμματα: ο Μαμμωνάς κι ο θεός του θεάτρου δεv στέκονται πάνω στον ίδιο βωμό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου